- σπειρότριχα
- τα, Νζωολ. υποσυνομοταξία πρωτοζώων τα οποία χαρακτηρίζονται από μη ομοιογενή, αραιά και τυχαία βλεφαρίδωση και από προεξέχοντα μεμβρανίδια, σχηματισμένα από συγκολλημένες βλεφαρίδες γύρω από το στοματικό άνοιγμα, υποσυνομοταξία στην οποία ανήκουν πέντε τάξεις, τα ετερότριχα, τα υπότριχα, τα οδοντόστομα, τα ολιγότριχα και τα κωδωνοεδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spirotricha (< σπείρα + τρίχα)].
Dictionary of Greek. 2013.